- αποτεφρώνομαι
- αποτεφρώνομαι, αποτεφρώθηκα, αποτεφρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταχωνεύω — (AM καταχωνεύω) νεοελλ. καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω |) μσν. 1. (για τη φωτιά) αποτεφρώνω 2. καίγομαι εντελώς, αποτεφρώνομαι μσν. αρχ. λειώνω, απορροφώ, αποσυνθέτω (αρχ) χύνω κάπου κάτι λειωμένο («τοῡ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον», Αππ.).… … Dictionary of Greek
χωνεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη] 1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο 2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης νεοελλ. 1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) α) (για ξύλα… … Dictionary of Greek
χωνεύω — χώνευσα και χώνεψα, χωνεύτηκα, χωνευμένος και χωνεμένος 1. λιώνω μέταλλο στην κάμινο, το χύνω. 2. στις τροφές, καλοχωνεύω, χωνεύω κάτι: Ήταν σκληρό το κρέας και δεν το χώνεψα ακόμη. 3. στις καύσιμες ύλες, αποτεφρώνομαι, σταχτιάζω: Χωνέψανε τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)